- ομόψηφος
- -η, -ο (Α ὁμόψηφος, -ον)αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.)νεοελλ.αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφοαρχ.αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με έναν άλλο («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο τοῑσι στρατηγοῑσι», Ηρόδ.).επίρρ...ομοψήφωςμε σύμφωνη γνώμη, με την ίδια ψήφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + ψῆφος (πρβλ. ισό-ψηφος, μονό-ψηφος)].
Dictionary of Greek. 2013.